ξεναγώ

ξεναγώ
(ΑΜ ξεναγῶ, -έω) [ξεναγός]
οδηγώ ξένους δείχνοντάς τους τα αξιοθέατα τού τόπου («ξεναγήσεις γὰρ εὖ οἶδ' ὅτι με ξυμπερινοστῶν καὶ δείξεις ἕκαστα ὡς ἄν εἰδὼς ἅπαντα», Λουκιαν.)
μσν.-αρχ.
περιποιούμαι ξένους, φιλοξενώ
αρχ.
1. στρατολογώ μισθωτούς στρατιώτες ή είμαι αρχηγός μισθοφορικών στρατευμάτων
2. μτφ. οδηγώ, κατευθύνω σε κάτι («πρὸς τὰς Μούσας αὐτὸν ξεναγεῑ», Θεμίστ.)
3. διδάσκω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεναγώ — ξεναγώ, ξενάγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεναγώ — ξενάγησα, ξεναγήθηκα, οδηγώ, ενημερώνω ξένους ως ξεναγός: Στην Ακρόπολη των Αθηνών μάς ξενάγησε αρχαιολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεναγῶ — ξενᾱγῶ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres subj act 1st sg (attic epic doric) ξενᾱγῶ , ξεναγέω to be a leader of mercenaries pres ind act 1st sg (attic epic doric) ξενᾱγῶ , ξεναγός commander of mercenary troops masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεναγωγώ — ξεναγωγῶ, έω (Α) [ξεναγω γός] οδηγώ ξένο, ξεναγώ …   Dictionary of Greek

  • ξενάγηση — η (Α ξενάγησις) [ξεναγώ] νεοελλ. η περιήγηση και η κατατόπιση ξένων επισκεπτών στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου αρχ. η στρατολόγηση ξένων μισθοφόρων …   Dictionary of Greek

  • ξεναγησμός — ξεναγησμός, ὁ (Μ) η ξεναγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεναγῶ, κατά τα αρσ. σε σμός (πρβλ. νουθετη σμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”