- ξεναγώ
- (ΑΜ ξεναγῶ, -έω) [ξεναγός]οδηγώ ξένους δείχνοντάς τους τα αξιοθέατα τού τόπου («ξεναγήσεις γὰρ εὖ οἶδ' ὅτι με ξυμπερινοστῶν καὶ δείξεις ἕκαστα ὡς ἄν εἰδὼς ἅπαντα», Λουκιαν.)μσν.-αρχ.περιποιούμαι ξένους, φιλοξενώαρχ.1. στρατολογώ μισθωτούς στρατιώτες ή είμαι αρχηγός μισθοφορικών στρατευμάτων2. μτφ. οδηγώ, κατευθύνω σε κάτι («πρὸς τὰς Μούσας αὐτὸν ξεναγεῑ», Θεμίστ.)3. διδάσκω.
Dictionary of Greek. 2013.